- ἐξασθενήσει
- ἐξασθενέωto be utterly weakaor subj act 3rd sg (epic)ἐξασθενέωto be utterly weakfut ind mid 2nd sgἐξασθενέωto be utterly weakfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Οδύσσεια — Επικό ποίημα του Ομήρου (βλ. λ.). Η Ο. είναι ένα επικό ποίημα χωρισμένο από τους Αλεξανδρινούς γραμματικούς σε 24 επίσης ραψωδίες, και ξεπερνά τους 12.000 εξάμετρους στίχους. Δέκα χρόνια μετά το τέλος του Τρωικού πολέμου, ο Οδυσσεύς εξακολουθεί… … Dictionary of Greek
Σαρδανάπαλος — Ασσύριος βασιλιάς τον οποίο αναφέρουν πολλοί αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς και ο οποίος ταυτίζεται με το βασιλιά Ασουρμπανιπάλ (668 626 π.Χ.), γιο του Εσαρχαδών. Ο Ασουρμπανιπάλ υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους Ασσύριους ηγεμόνες: μετά τη νίκη του… … Dictionary of Greek
άρχοντας — Το πρόσωπο που ασκούσε την εξουσία στην αρχαία Αθήνα και γενικότερα στην ελληνική αρχαιότητα. Οι ά. παρουσιάζονται στην Αθήνα μετά την κατάργηση της βασιλείας (1091 ή 1088 ή 1068 π.Χ.). Οι αριστοκράτες που ανέλαβαν την εξουσία ανέβασαν στην αρχή… … Dictionary of Greek
ακατάβλητος — η, ο (Α ἀκατάβλητος, ον) [καταβάλλω] 1. εκείνος που κανείς δεν μπορεί να τόν καταβάλει, να τον ρίξει κάτω, ακαταμάχητος 2. αυτός που δεν έχει καταβληθεί, δεν έχει εξασθενήσει, ο ακμαίος νεοελλ. αυτός που δεν έχει καταβληθεί, δεν έχει εξοφληθεί… … Dictionary of Greek
ανεξασθένητος — η, ο όποιος δεν έχει εξασθενήσει … Dictionary of Greek
βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
κωφώνω — (AM κωφῶ, όω, Μ και κωφώνω) [κωφός] προξενώ κώφωση σε κάποιον, κουφαίνω (μσν. αρχ.) κάνω κάποιον ή κάτι να εξασθενήσει ή να σταματήσει (α. «κωφώνω τὰ δάκρυα» πνίγω τα δάκρυα β. «ὀδύνας κωφοῑ», Ιπποκρ.) αρχ. παθ. κωφοῡμαι, όομαι α) είμαι νωθρός σε … Dictionary of Greek
λιμαγχονώ — λιμαγχονῶ, έω (AM) πεθαίνω τής πείνας, λιμοκτονώ αρχ. κάνω κάποιον να εξασθενήσει από ασιτία. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού λιμαγχῶ] … Dictionary of Greek